"Συ είσαι, Βάσια; είπε. Καλησπέρα.
- Καλησπέρα, Μιχάλη.
- Έλα, κάθισε κοντά μου.
Πριν προφθάσει να καθίσει δίπλα του, ο Καραμάνος του άρπαξε το χέρι.
- Ξέρεις; του είπε με μωρουδίσια χαρά. Κοιμάμαι! Κοιμάμαι όσο θέλω!
- Αυτό είναι ευχάριστο. Πάει να πει πως πηγαίνεις πολύ καλύτερα. Ο τρελός γέλασε
μ' αφέλεια:
- Μα είμαι πολύ καλά! Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που νιώθω τον εαυτό μου
τόσο καλά!
Πήρε ύφος μακάριας άνοιας:
- Κοιμάμαι. Τι άλλο θέλω; Κοιμάμαι! Να ήξερες πόσο κοιμάμαι!
Ο Βάσιας τον κοιτούσε με κρυφή ταραχή. Κάθε φορά που ερχόταν τον έβρισκε και πιο
αποκτηνωμένο, πιο βυθισμένο στο μεγάλο σκοτάδι. Κι ελπίδα καμιά. Το δυνατό αυτό
μυαλό, η μεγάλη ψυχή έσβησαν για πάντα. Δεν απόμεινε παρά αυτός ο ανόητος,
σάρκινος όγκος. Ο Μιχάλης Καραμάνος. Ένα όνομα που δεν έμελλε να πεθάνει ποτέ.
- Ξέρεις, του είπε, όλος ο κόσμος μιλάει για σένα· για το έργο σου, για τα
βιβλία σου. Όλοι περιμένουν με αγωνία να ξαναρχίσεις να γράφεις...
Τα μωρουδίσια μάτια του τρελού άνοιξαν ξαφνιασμένα:
- Να ξαναγράψω; Τι ανοησία! Γιατί; Είμαι τόσο καλά! Τόσο ήσυχος! Κοιμάμαι τόσο
ωραία!
Κάτι σαν ανάμνηση λογικού φώτισε για μια στιγμή τα μάτια του.
- Τα βιβλία μου... Είναι όμορφα βιβλία... Μα μου στοίχισαν πολύν ύπνο. Δεν
ξέρεις εσύ τι πάει να πει ύπνος!
Αναστέναξε με αγαλλίαση:
- Πάνε πια αυτά! Ούτε τα θυμάμαι. Τώρα κοιμάμαι, κοιμάμαι, κοιμάμαι!"
(από "Γιουγκερμαν")
Μ. Καραγάτσης (23 Ιουνίου 1908- 14 Σεπτεμβρίου 1960)
Ο αγαπημένος μου Έλληνας συγγραφέας.